- Γιγάντεια
- Γιγάντειοςgiganticneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεκόια — Κωνοφόρο της οικογένειας των Κυ παρισσιδών ή, κατ’ άλλους, των Ταξοδιιδών (γυμνόσπερμα). Κατάγεται από τη βόρεια Αμερική και είναι από τα μεγαλύτερα και περισσότερο μακρόβια είδη του φυτικού κόσμου: φτάνει καμιά φορά ύψος 135 μ. και περίμετρο στη … Dictionary of Greek
καλοτροπίδα — (Calotropis). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ασκληπιαδιδών, που περιλαμβάνει αειθαλείς θάμνους ή δέντρα των τροπικών περιοχών της νότιας Ασίας, της Αραβικής χερσονήσου και της Αφρικής. Το κυριότερο είδος, η κ. η… … Dictionary of Greek